- σταυρόν
- σταυρόςupright palemasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ВОЗДВИЖЕНИЕ ЧЕСТНОГО И ЖИВОТВОРЯЩЕГО КРЕСТА ГОСПОДНЯ — [греч. ῾Η παγκόσμιος ὕψωσις τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ Σταυροῦ Всемирное воздвижение Честного и Животворящего Креста; лат. Exaltatio S. Crucis Воздвижение св. Креста], один из главных христ. праздников в правосл. Церкви, входящий в число… … Православная энциклопедия
σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… … Dictionary of Greek
Воскресение Христово видевше — (греч. ᾿Ανάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι «[Мы], увидевшие Воскресение Христово») православное песнопение. Содержание 1 Текст 2 История … Википедия
Иосиф Исповедник — архиепископ солунский, брат знаменитого Феодора Студита, жил в IX в., ревнитель иконопочитания, в 808 г. импер. Никифором был изгнан, но в 811 г. получил разрешение вернуться. Его сочинение о почитании креста: Λόγος είς τόν τίμιον καί ζωοποιόν… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Иосиф Исповедник — архиепископ солунский, брат знаменитого Феодора Студита, жил в IX веке. Сторонник иконопочитания, в 808 императором Никифором был изгнан, но в 811 получил разрешение вернуться. Его сочинение о почитании креста: «Λόγος είς τόν τίμιον καί ζωοποιόν… … Википедия
SCUTUM — I. SCUTUM Graece θυρεὸς, Romanae armaturae genus, cuius latitudo curvae superficiei pedum duorum semis, longitudo pedum quatuor; maiori additi amplius quatuor digiti, duplici tabulato, glutino taurino, linteolo infuso compactum; exterior… … Hofmann J. Lexicon universale
επαίρω — και (ε)παίρνω (AM ἐπαίρω, Μ και (ἐ)παίρνω) [αίρω] μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι («ἐπαιρόμενος ή πλούτῳ ἤ ἰσχύι», Πλάτ.) νεοελλ. ναυτ. η προστ. έπαρον ως παρακελευσματικό μόριο για ύψωση τών μεγάλων ιστίων μσν. νεοελλ. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.)… … Dictionary of Greek
επωμάδιος — ἐπωμάδιος, ον και ος, ία, ον (AM) αυτός που βρίσκεται στους ώμους ή φέρεται επάνω στους ώμους (α. «πτέρυγας γὰρ ἐπωμαδίας φορεῑ», Θεόκρ. β. «ἐπωμάδιον... ἔχων τόν... σταυρὸν ἔξω τῆς πύλης ἔπαθεν ὁ Ἰησοῡς», Ωριγ.) αρχ. μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
ευσέβεια — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. η μάρτυρας. Μαρτύρησε με τη Σωσάννα. Η μνήμη της τιμάται στις 7 Ιουνίου. 2. Η αποκαλούμενη και Ξένη. Η μνήμη της τιμάται στις 18 Ιανουαρίου. * * * η (ΑΜ εὐσέβεια, Α και εὐσεβία και εὐσεβίη)… … Dictionary of Greek
κλήμα — Ονομασία έντεκα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 23 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Αράκυνθος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek